Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

παράλληλες προσφυγιές

Ένα από τα παράπλευρα κέρδη αυτού του blog είναι οι συναντήσεις με ενδιαφέροντες ανθρώπους, εξαιρετικούς συναδέλφους, είναι η αίσθηση που χαρίζουν οι συναντήσεις αυτές πως στα μονοπάτια της εκπαίδευσης συνοδοιπορείς με την καλύτερη παρέα.

Έτσι, με αφορμή την προηγούμενη ανάρτηση, η daflek έστειλε για να μοιραστούμε ένα κείμενο που διαβάζοντάς το εντυπωσιάστηκα – για πολλούς λόγους, που πιστεύω πως κι εσείς θα διακρίνετε, καθώς οι εντυπώσεις από την ενασχόλησή μας με τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου είναι φρέσκιες ακόμα.

Διαβάστε το, λοιπόν, και τα σχόλια δικά σας.


Ολοι είμαστε πρόσφυγες

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Γεννήθηκα τη δεκαετία του '60 σε μια παράξενη γειτονιά. Την Ελευθερούπολη στη Νέα Ιωνία, από οικογένεια προσφύγων του Γκιουλμπαξέ της Ερυθραίας και την Πόλη, όπως και οι περισσότεροι γείτονές μας. Η φτωχική πλευρά της Νέας Ιωνίας (εάν υπήρχε τότε εύπορη), με σπίτια χαμηλά, που τα περισσότερα είχαν χτίσει με τα χέρια τους οι Μικρασιάτες. Ενα δωμάτιο, μια κουζίνα στο πλάι, η τουαλέτα έξω, μια αυλίτσα, πάντα καθαρή με λουλούδια στη γλάστρα από τενεκέ.

Οι παλιοί συχνά μιλούσαν τούρκικα μεταξύ τους, δεν δίναμε σημασία σε τέτοια πράγματα τότε, έτσι μάθαμε. Ακούγαμε και τις ιστορίες για την πλούσια και όμορφη πατρίδα που χάσαμε, όχι πάντα θετικές για την ευθύνη της μητέρας Ελλάδας, για τη φρίκη της καταστροφής, το αίμα, τον θάνατο, αλλά και την άσχημη υποδοχή που μας επιφύλαξαν οι Ελλαδίτες. Οι παλιοί τότε δεν τα ξέχασαν αυτά. Ηταν Μικρασιάτες μέχρι το τέλος. Εκλεισαν τα μάτια τους, πιστεύοντας μέχρι την τελευταία στιγμή ότι αύριο τα μαζεύουν και γυρνούν στην Ιωνία. Την παλιά, εκεί που ήταν άρχοντες, ωραίοι και δολευταράδες, περήφανοι Ρωμιοί, με τις μεγάλες εκκλησίες τους, τα δίπατα τα σπίτια τους, γεμάτα τα κελάρια με κρασί και σταφίδα, τα γλέντια του Αϊ-Γιώργη και την Κυριακή κρύα μπίρα και μεζέδες στα καφενεία της παραλίας στη Σμύρνη. Εκεί που κανείς δεν θα τους έλεγε υποτιμητικά «πρόσφυγες» ή «τουρκόσπορους». Αληθινή ειρήνη με τους Ελλαδίτες λίγοι έκλεισαν.
Τα σκεφτόμουν αυτά πριν από λίγο καιρό, περνώντας μπροστά από τα ίδια σπίτια. Οι απόγονοι των προσφύγων τα έχουν πια εγκαταλείψει. Κάποια γκρεμίστηκαν και σηκώθηκαν ξανά άχαρα. Πολυκατοικίες τούρτες, γκαράζ για την αυτοκινητάρα. Μεγάλα μπαλκόνια χωρίς θέα. Ανάμεσά τους και τα παλιά προσφυγικά. Αυτά που χτίστηκαν με το χέρι. Οι ίδιοι αυτοί τοίχοι, από λάσπη οι περισσότεροι, προστατεύουν σήμερα τα σώματα και τις ψυχές άλλων προσφύγων. Φτηνό νοίκι και καταφύγιο για χιλιάδες Πακιστανούς, Ινδούς και παιδιά από το Μπανγκλαντές. Αλλοι καημοί και άλλες ιστορίες θα ακούγονται τα βράδια στα στενά αυτά δωμάτια. Οχι πια η ιστορία της γιαγιάς, για το πώς πήγε περπατώντας 80 χιλιόμετρα δρόμο πάνω σε βουνά, για να γλιτώσει από τους Τσέτες, με ένα μωρό στην αγκαλιά, και τελικά πώς την έσωσε ο Τούρκος αξιωματικός από τους επίδοξους βιαστές της. Αλλά για τους δρόμους και τα ατέλειωτα μονοπάτια των βουνών του Αφγανιστάν, τα ποτάμια της Τουρκίας και το πέρασμα με βάρκα από το φουρτουνιασμένο Αιγαίο. Ιδιοι οι δρόμοι της προσφυγιάς και απαράλλακτοι. Και ξέρετε κάτι. Οι σχέσεις μεταξύ παλαιών και νέων προσφύγων είναι πολύ καλές στην παλιά μου γειτονιά. Και αυτό είναι προς τιμή όλων των Νεοϊωνιωτών.
Δεν έλειψαν και βέβαια κάποια επεισόδια ρατσιστικής βίας, αλλά οι δράστες λίγο-πολύ γνωστοί και μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών, όπως στην κατοχή οι δυο-τρεις Χίτες. Οι πρόσφυγες ξέρουν από προσφυγιά, έστω και εάν αυτή είναι της πείνας, της ανάγκης και όχι του βίαιου ξεριζωμού. Τα σπίτια αυτά, τα χαμηλά, τα ταπεινά και τα ετοιμόρροπα, ξέρουν να μαλακώνουν τους καημούς όσων κοιμούνται σε ξένη πατρίδα και ονειρεύονται το σπίτι που γεννήθηκαν και τα πρόσωπα που έμειναν πίσω ή έχασαν για πάντα. Είναι τοίχοι ποτισμένοι με νοσταλγία.  

Πριν από καιρό επισκεφθήκαμε το Γκουλμπαξέ (Ροδονάς), το χωριό της γιαγιάς κοντά στα Βουρλά, στην επαρχία Σμύρνης. Τα σπίτια, πολλά σε νεοκλασικό στιλ, στέκουν εκεί ακριβώς, όπως ήταν την ώρα που οι δικοί μας έφυγαν βλέποντας από μακριά τα Βουρλά στις φλόγες. Βρήκαμε το σπίτι μας και χτυπήσαμε την πόρτα. Σε λίγη ώρα όλο το χωριό είχε μαζευτεί γύρω μας. Είναι Αρναούτηδες (Τουρκαλβανοί) της Θεσσαλονίκης, πρόσφυγες και αυτοί με την Ανταλλαγή. Απομονωμένοι από την τουρκική κοινωνία, ζουν πρόσφυγες στα σπίτια των προσφύγων της Νέας Ιωνίας. «Σελανίκ, Σελανίκ, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη» μας έλεγαν, «εκεί ήταν η πατρίδα μας» και δάκρυζαν.
Ελευθεροτυπία, 18.03.2010


Ποιες εντυπώσεις προκύπτουν από την παράλληλη ανάγνωσή του με τα αφηγήματα του Ιωάννου που είναι στην ύλη μας;

( Daflek, ευγνώμονες:-))

 
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το διαδίκτυο, κυρίως το www.ionianet.gr και το roadartist.blogspot.com

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Δρόμοι

Στους δρόμους της Θεσσαλονίκης περιπλανιέται ο Γιώργος Ιωάννου. Καταγράφει κι αποτυπώνει. Και μέσω της συνειρμικής και μνημονικής διαδικασίας οι δρόμοι τον οδηγούν σ’ αυτούς του παρελθόντος. Εμπειρία και μνήμη. Παρατήρηση και κατάδυση. Και καταβύθιση στους χώρους της μνήμης. Κι ο ίδιος μόνος και εξομολογούμενος.

« Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει το κόκκινο και σταματούν τ’ αυτοκίνητα, μου φαίνεται για μια στιγμή πως παύει εντελώς κάθε θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν. Κι όμως βλέπω πως το πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες». «Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση». «Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο».


Αθήνα 2011. Ένας άλλος συγγραφέας, ο Χρήστος Χρυσόπουλος, περπατάει στους δρόμους του κέντρου, στο βιβλίο του «Φακός στο στόμα» ( εκδ. Πόλις, 2012). «Οι δρόμοι είναι τα όργανα της πόλης και τα ζωτικότερα όργανα είναι κοντά στην καρδιά. Στη δική μας πόλη κάποια από τα όργανα αυτά ατροφούν, σταδιακά νεκρώνουν. Και η καρδιά χτυπά βραδύτερα ή, κάποιες φορές, άρρυθμα, παροξυσμικά γρήγορα.

» Η πόλη αλλάζει με αδιόρατο ρυθμό. Η εγκατάλειψη μεταμορφώνει τους δρόμους σε λωρίδες ερήμωσης. Οι γειτονιές σταδιακά ασφυκτιούν» ( σελ.70).

Η ερήμωση, η εγκατάλειψη, οι άνθρωποι που πέρασαν στην άλλη όχθη, οι άστεγοι, ορίζουν την καταγραφή, τη δεσμεύουν στο εκρηκτικό παρόν και στην παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο «απαντάμε» σ’ αυτό: «Γράφω αυτό που περπάτησα. Τι μπορεί, όμως, να πει κανείς για τον εαυτό του;» (σελ. 50)

Ο Χ. Χρυσόπουλος περιπλανιέται στους δρόμους μιας Αθήνας όπου η φρίκη ντύνεται το καθημερινό της ρούχο. «Όπως ένα σώμα που κείτεται απροστάτευτο, πεσμένο στον δημόσιο χώρο, δίχως να αναζητά καν την προστασία μιας κόγχης. Αυτή η εικόνα έχει κάτι το βαθιά ανησυχαστικό. Κάτι μας ενοχλεί σ’ αυτήν την εικόνα και την ίδια στιγμή κάτι μας απειλεί. Ίσως επειδή στη θέα των σωμάτων έρχεται στην επιφάνεια ένας αρχέγονος φόβος υποδεικνύοντας μια αγριότητα που υποτίθεται ότι είχε ξεπεραστεί ή έστω κατασταλεί από την οργανωμένη κοινότητα. Γι’ αυτό, ίσως, μας απειλεί αυτή η εικόνα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μας απειλεί η απείθεια της αντικοινωνικής αδιαφορίας. Το πεσμένο απροστάτευτο σώμα υπενθυμίζει ότι η αγριότητα βρίσκεται ακόμη ανάμεσά μας» ( σελ. 39). Σώμα και σκέψη αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από τα γρανάζια της πόλης που «στροβιλίζεται σαν δίνη, κρατώντας εμάς που μεγαλώνουμε εδώ στην ασφυκτική, κεντρομόλο αγκάλη της» (σελ.41).
Οι «συμμορίες των εργολάβων», του Ιωάννου, τα «νέα εξαμβλώματα» και οι «φρικαλέες πολυκατοικίες», τα «έτοιμα και τα νοικιασμένα» και τα « πονηρά πράγματα· προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες», θέριεψαν μισόν αιώνα τώρα. Τώρα η ζωή μέσα στα συντρίμμια. Τώρα «τα συντρίμμια που μας περιβάλλουν, όχι μόνο τα αρχαία, ακόμα και τα σπασμένα μάρμαρα στις πλατείες ή στις προσόψεις των ξενοδοχείων, τα σπασμένα φώτα, τα ξεριζωμένα σίδερα, τα ανθρώπινα ερείπια, γίνονται ο «καθρέφτης» στον οποίο διακρίνουμε το είδωλό μας, καταλήγοντας πολλές φορές να μισούμε μια εκδοχή αυτού που βλέπουμε» ( σελ.95-6).



Και μια και ο λόγος για την περιπλάνηση των συγγραφέων στους δρόμους της πόλης, ας κλείσουμε με τους υπέροχους στίχους απ’ την περιπλάνηση του Αναγνωστάκη σε δρόμους παλιούς που αγάπησε και μίσησε ατέλειωτα.

Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα τὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε

Θα πρότεινα να κρατήσουμε το στίχο «κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες».
 Να προσέχουμε αυτή τη σπίθα που είναι ικανή να ανάψει «χιλιάδες μικρές πυρκαγιές».

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Στατιστικά

Ένα πινακάκι, να ξέρουμε τι έχει πέσει και πότε. Μπορεί ο καθένας να το παρατηρήσει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα ( αν χρειάζεται να βγουν κάποια συμπεράσματα..)

Διευκρινίσεις: Στην αριστερή κάθετη στήλη τα κείμενα του βιβλίου.
Στην οριζόντια κίτρινη στήλη, πάνω, οι χρονιές.
Τα τετραγωνάκια με το γαλάζιο και τον αριθμό δείχνουν πότε το κάθε κείμενο ήταν στην εξεταστέα ύλη και πόσες συνολικά φορές.
Στα κίτρινα τετραγωνάκια με το κόκκινο περίγραμμα τα κείμενα που έχουν "πέσει" στις εξετάσεις.   
  
                 Τι λέτε; Βγαίνει κανένα συμπέρασμα;
                               
Αλλά μια και η σκέτη στατιστική βλάπτει σοβαρά την υγεία, δείτε και ένα ωραίο βίντεο που πλανιέται στο διαδίκτυο με απόσπασμα από  την Ομίχλη, εικόνες από τη Θεσσαλονίκη και τη φωνή του Γιώργου Ιωάννου:

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Ο Λέων Ναρ για τον Γιώργο Ιωάννου

Ας κάνουμε μια άσκηση σήμερα.

Το πεζογράφημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», στη σελίδα 247 του βιβλίου μας, προσφέρει το πεδίο για να επαληθευτούν οι κρίσεις που κάνει ο Λέων Ναρ για το έργο του Ιωάννου, κρίσεις που διαβάζουμε στο βιβλίο των εκδόσεων Κέδρος «Με τον ρυθμό της ψυχής» ( 2006) και που αποτελεί ένα αφιέρωμα στο Γιώργο Ιωάννου.

Διαβάστε τις και βρείτε σημεία του κειμένου που τις επαληθεύουν.

1) "Κάθε φορά που απολαμβάνω κάποιο από τα κείμενά του, εδραιώνεται μέσα μου ακόμα περισσότερο η πεποίθηση πως ο Ιωάννου γράφει κυρίως για τον εαυτό του, για την ψυχή του. Επειδή όμως συμμετέχει και ο ίδιος στο κοινωνικό γίγνεσθαι και μοιράζεται με άλλους τις αγωνίες της εποχής του, μιλά τελικά γνήσια για όλους αντλώντας από τον εαυτό του".

2) "Εξετάζοντας τη θεματική των έργων του και μελετώντας τα υφολογικά χαρακτηριστικά τους, θα στεκόμασταν στην απόλυτη προσήλωσή του στη Θεσσαλονίκη και στις ιδιαίτερες στιγμές των κατοίκων της που αντανακλούν συνειρμικά προσωπικές εντυπώσεις".

3) "Συχνά μάλιστα προκαλείται το απροσδόκητο και το ασυνήθιστο μέσα στις πιο συμβατικές καταστάσεις".

4) "Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου βασίζονται στην ανάμνηση και στην παρατήρηση".

5) "Σε καμία όμως περίπτωση δεν γράφει ημερολόγιο ή χρονικό εποχής, τον απασχολεί περισσότερο η εσωτερική σύνδεση που θα κάνει, πώς θα καταφέρει στα γεγονότα".
6) "Ο Ιωάννου αποστρέφεται τη σύγχρονη κοινωνία, γι’ αυτό και της ασκεί έντονη κριτική. Συχνά μας παρουσιάζει εικόνες μεγαλούπολης, στην οποία κυριαρχούν η μοναξιά, η αδιαφορία, η υποκρισία".

7) "Παράλληλα με τα εξωτερικά συμβάντα καταθέτει και τα όσα συμβαίνουν στη συνείδησή του ως εσωτερικές αντιδράσεις και διαχέονται μέσα από την ατμόσφαιρα της πόλης. Η περιπλάνηση μέσα στην πόλη αποτελεί πολλές φορές ένα μέσο αυτοεξομολόγησης και αυτογνωσίας".

8) "Η δεσπόζουσα του έργου του (…) είναι το χιούμορ, το υπόγειο, το μελαγχολικό, αυτό που εκφράζει θλιμμένο παράπονο, που ξεκινά από το λογοπαίγνιο και καταλήγει ως το σαρκασμό του εαυτού του και των άλλων".

Τι λέτε; Εύκολα;