Την Πέμπτη είχα μάθημα στις έντεκα παρά τέταρτο.
Καθώς πήγαινα, όλως πρωτοτύπως καταριόμουνα το σύστημα και τον τρόπο που μας στενεύει να διδάσκουμε τα κείμενα. Σχεδόν μην αφήνοντας περιθώριο για να απαντήσουμε «πώς σου φάνηκε το κείμενο που διάβασες;» ή «τι ένιωσες γι’ αυτό που διάβασες;» Αλλά καταριόμουνα και την παγκόσμιας πρωτοτυπίας νεοελληνική επινόηση «φροντιστήριο». Που στενεύοντας το χρόνο των παιδιών στερεί τη δυνατότητα της κατά μόνας μελέτης, εμβάθυνσης, άσκησης, τη δυνατότητα να συναντηθείς με την ουσία των πραγμάτων που μελετάς.
Καμιά φορά, μέσα στην καθημερινή πράξη, κουράζεσαι να παλεύεις, παραδίνεσαι εκ των προτέρων. Είχα ξεκινήσει λοιπόν αποφασισμένος να δολοφονήσω το Γιώργο Ιωάννου. Στις έντεκα παρά τέταρτο, στο 6ο λύκειο Καλλιθέας. Στο μάθημα.
Ευτυχώς, δεν τα κατάφερα. Αντιστάθηκε. Με το μοναδικό της τρόπο η αφήγηση του αγαπημένου συγγραφέα απλώθηκε χουχουλιάρικα στην τάξη.
Λύγισα. Έστω και για λίγο, για πέντε μόνο λεπτά, εκεί, στη ζεστασιά του Γ2, αφέθηκα και αφηγήθηκα για τον τρόπο που τον πρωτοδιάβασα, για τα συναισθήματα που μου προκαλεί, για τον τρόπο που μ’ έμαθε να διαβάζω τις πόλεις και τους ανθρώπους τους. Για τον τρόπο που μου έδειξε να ακουμπάω το βλέμμα μου στα πράγματα.
Είχαμε προλάβει κι είχαμε διαβάσει από το «Εφήβων και μη» τα φωτοτυπημένα «Μετρημένα καρύδια» και τα παιδιά, λες και κρατούσαν καθρεφτάκια στα χέρια τους, είχαν αναγνωρίσει εκεί μέσα όλα τους τα βάσανα, αλλά και την κατανόηση του Ιωάννου γι΄ αυτά.
Μετά τις εκμυστηρεύσεις, του Ιωάννου και τις δικές μου, διαβάσαμε και την Παναγία τη Ρευματοκρατόρισσα και την Ομίχλη. Έτσι. Εκτός ύλης. Για να ακούσουμε τη φωνή του και τον τρόπο του.
Αντιλήφθηκα ότι δεν είχε δολοφονηθεί ο συγγραφέας όταν, πιο αυθόρμητα και εκδηλωτικά στο ένα τμήμα, πιο συγκρατημένα στο άλλο, οι εντυπώσεις ήταν θετικές, γλυκές, ζεστές. Κι ακόμα όταν στο διάλειμμα, στη βιβλιοθήκη, η Χ. μου ζήτησε το «Εφήβων και μη». «Σου αρέσει;», ρώτησα. «Σήμερα μου άρεσε», μου είπε.
Τζάμπα οι κατάρες για το σύστημα και για τα φροντιστήρια. Για άλλη μια φορά μου αποκαλύφθηκε ότι ο λόγος της τέχνης του λόγου έχει τον τρόπο του να κερδίζει. Ακόμα κι όταν εσύ σηκώνεις τα χέρια ψηλά και δηλώνεις αδυναμία να βοηθήσεις.
Ρωτώντας στην τάξη για το στοιχείο που μας άρεσε, όλοι μίλησαν για την απλότητα, την αμεσότητα. Αναρωτηθήκαμε αν φτάνει αυτό. Καταλήξαμε ότι , δεν μπορεί, θα κλείνει αυτή η απλότητα και κάτι άλλο μέσα της. Και αφήσαμε να το βρούμε στις επόμενες παραδόσεις.
Προκαταβολικά μόνο, κάτι που αναφέρει γι’ αυτή την «απλότητα» του Ιωάννου ένας ομότεχνός του, ο Γιάννης Βαρβέρης:
Προκαταβολικά μόνο, κάτι που αναφέρει γι’ αυτή την «απλότητα» του Ιωάννου ένας ομότεχνός του, ο Γιάννης Βαρβέρης:
«Είχε εφεύρει μια δική του λογοτεχνική φόρμα. Ήταν αυτή η φόρμα της καθημερινής κουβέντας, της αμφίστομης εξομολόγησης, του διαρκούς υπαινιγμού ανάμεσα απ’ τις λέξεις, του ασταμάτητου κλεισίματος του ματιού προς τον ειδοποιημένο αναγνώστη αλλά και η μύησή του «δίχως προπόνησι αρκετή» στα άδυτα μιας σύνθετης γραφής. Γιατί η γραφή του Ιωάννου δεν ήταν απλή. Φαινόταν απλή, όπως καθετί που δεν θέλει, δεν καταδέχεται να δείξει το μόχθο του. Η γραφή του συνδύαζε με τρόπο πολλές φορές σατανικό τα πιο ετερόκλητα πράγματα σε φραστικούς γάμους αβίαστους, αρμονικούς, καθημερινούς. Ο Ιωάννου βρισκόταν πολύ κοντά στον αναγνώστη επειδή βρισκόταν πολύ κοντά στον εαυτό του, κι αυτή ήταν η μαγεία του»
( «Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου/Με τον ρυθμό της ψυχής, Κέδρος, 2005, σελ. 80.)
Καλό τριήμερο σε όλους