Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

πες μου πως τίποτε δεν είναι αδύνατο.

Άγγισε με το χέρι σου τον ουρανό.

Καθάρισε τα σκονισμένα άστρα.

Ανέβα στο πιο ψηλό κλαδί. Κελάηδησε.

Με την παλάμη σου σκέπασε την πόλη.

Βάψε το σκοτάδι πράσινο. Ή πορτοκαλί.

Πιες το νερό της θάλασσας ως την τελευταία σταγόνα.

Λύγισε τη ζωή όπως οι υπαίθριοι παλαιστές

λυγίζουν τα σίδερα στις πλατείες.

Άρχισε το σύμπαν από την αρχή - πρώτα με πηλό και με λάσπη.

Πέρνα το ποτάμι δυο φορές.

Κάνε το σίδερο φωτιά. Το χιόνι πέτρα.

Πες μου πως τίποτε δεν είναι αδύνατο.

Πες μου πως τίποτε δεν είναι αδύνατο.

(Sostenuto, Νάσος Βαγενάς )

καλή σας χρονιά

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Με ήτα η ζωή τελειώνει·/με ήττα, επίσης. Αργύρης Χιόνης

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές


Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές

αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη

να τους βλέπουμε πού και πού

γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι

βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί -ξεχασμένοι έστω-

εκεί έρχεται το μαντάτο τους.


Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα

όχι γιατί πεθαίνουνε

από έμφραγμα ή από καρκίνο

αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους

λουλούδια τρομερά.


Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή

πάνε μετά στον οφθαλμίατρο

ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους

η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά

λόγια φοβισμένα κι αόριστα

οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.


Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται

αποτραβιούνται σπίτι τους

ακούγοντας δίσκους παλιούς

γράφοντας λίγο

όλο και πιο λίγοπράγματα μέτρια.


Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα

τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται

και να κρεμάνε

κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια

μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.

Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι

ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά

που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα

κι αυτή γαντζώνεται

στα ξεραμένα φύλλα πρώτα

ύστερα στα ξερά κλαριά

σ' όλο το σώμα

και τότε λάμπει το σπίτι

λάμπει ο τόπος

για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.

(Από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου (1982) του Γιάννη Βαρβέρη)


Ο Αργύρης Χιόνης έφυγε απ’ τη ζωή ανήμερα Χριστούγεννα, μόλις στα 68 του χρόνια, χωρίς να προλάβουμε να τον επισκεπτούμε στο ορεινό του σπίτι με τα μεγάλα παράθυρα, στο Θροφαρί της Κορινθίας.
Στην τελευταία του ποιητική συλλογή ( «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει», εκδ. Γαβριηλίδης, 2010) συνομίλησε με παρρησία, θάρρος, τόλμη, με ειρωνεία και χιούμορ με το θάνατο, έπαιξε μαζί του με τον «ηρωικό πεσσιμισμό», όπως ανέφερε σε μια του συνέντευξη, με τον ηρωικό πεσσιμισμό που του δίδαξαν ο Νίτσε, ο Καζαντζάκης, ο Καμύ, ο Μπέκετ, αυτοί που τον βοήθησαν να αντιμετωπίζει «την ύπαρξη και την ανυπαρξία με ένα σαρδόνιο χαμόγελο».


Η είδηση του θανάτου του αγαπημένου ποιητή στέρησε τη δύναμη που σε κάνει να χαμογελάς. Κι όχι μόνο αγαπημένου ποιητή αλλά κι αγαπημένου ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που ξεκινά τη ζωή του από τις αυθαίρετες παράγκες στα Σεπόλια, τελειώνει νυχτερινό Γυμνάσιο και αφού για 25 χρόνια ξενιτευτεί, σπουδάσει και δουλέψει στο Παρίσι, το Άμστερνταμ, τις Βρυξέλλες, επιλέγει την επιστροφή «στον τόπο όπου τα πάντα γεννιούνται, στη Φύση», αποφασίζοντας να παραιτηθεί από τη θέση του μεταφραστή του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες και να εγκατασταθεί στο «μικρό και σχεδόν άθικτο ακόμη απ’ τον πολιτισμό» χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας. Από το 1992 εκεί έγραφε, εκεί καλλιεργούσε τη γη, εκεί συνέχιζε το έργο της ζωής του. «Όσο ζω, γράφω ποιήματα-όνειρα πάνω στα χώματα. Όταν με καταπιούν και χουμοποιηθώ, θα τροφοδοτώ, ως λίπασμα, νέα όνειρα ζωής» (Σε εισαγωγικά αποσπάματά του από συνέντευξη στη Βιβλιοθήκη της «Ε», 12.02.2010).


Την ποίηση θεωρούσε τη βάση της συγγραφικής του δουλειάς, αλλά είχε εκδώσει και αρκετά αφηγήματα, για κάποια από τα οποία είχε βραβευτεί και με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» (2006) και με κρατικό βραβείο (2009), ένα θεατρικό, πολλές μεταφράσεις από πολλές γλώσσες, ακόμα και τις ιστορίες από τον αγαπημένο μας Asterix.


Οξυδερκής, αιχμηρός, σαρκαστικός κι αυτοσαρκαστικός και ταυτόχρονα ευαίσθητος και τρυφερός, χαμηλόφωνος, ακολουθούσε χρόνια τώρα με συνέπεια μια καταδική του, ιδιαίτερη πορεία στο χώρο της ελληνικής ποίησης.
Λέγαμε πιο πάνω για τη συνομιλία του με τη Θανή – όπως ήθελε να ονομάζει το θάνατο ( «Δεν σ’ ονομάζω Θάνατο,/Θανή σ’ αποκαλώ·/αφού θα μ’ αγκαλιάσεις κάποτε,/σε προτιμώ γυναίκα.») που είχε στην τελευταία του ποιητική συλλογή. Ας δούμε μερικά δείγματα από εκεί.


ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Με ήτα η ζωή τελειώνει·
με ήττα, επίσης.

ΙΙΙ
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πελ-
ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-
νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-
βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.

ΧΙ

Με τρομάζει η ανυπαρξία, η μητέρα μου,
και δεν ξέρω γιατί,
αφού η ερωμένη μου, η ύπαρξη,
είναι αυτή
που πάντα μου επεφύλασσε
και σίγουρα μου επιφυλάσσει ακόμη
τις πιο οδυνηρές εκπλήξεις.

ΧΙΙ
Να πίνεις τσάι και, στο μεταξύ, να σβήνει η
ζωή σου, όπως συμβαίνει με τους ήρωες του
Τσέχοφ, να σβήνει η ζωή σου, ενώ εσύ με α-
ξιοπρέπεια το τσάι ν’ ανακατεύεις και να ε-
παινείς τη γεύση και το άρωμά του. Έτσι,
σαν ήρωας του Τσέχοφ ή όπως ο Τσέχοφ ο ί-
διος, στη χυδαιότητα του πόνου ν’ αντιτάσ-
σεις την καλή ανατροφή σου.

XV
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.


XVII
Όταν σου αναγγείλουνε το θάνατό μου,
κάνε ό,τι θα ’κανες αν σου χαρίζαν
εν’ άδειο βάζο.

Θα το γέμιζες λουλούδια·
έτσι δεν είναι;

ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ Β΄
Οχτώ χαϊκού
α΄
Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα.

ε΄
Σήπεσαι σώμα
στη σιωπή, στην απουσία
άλλων σωμάτων.

ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ ΤΑΝΚΑ


γ΄
Το όνειρό μου·
να φυτέψω ένα δέντρο
μεσοπέλαγα·


πουλιά να ξαποσταίνουν
στα κλαδιά του, απόδημα.

δ΄
Κρατήσου μακριά
απ’ τους συνανθρώπους σου,
μην τους ζυγώνεις·
μπορεί να σε κολλήσουν
επικίνδυνα όνειρα.

ΠΑΙΓΝΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ


Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς δύο τόσο βελου-
δένια ζώα, όπως η γατα και η ποίηση, έχουν
γυαλόχαρτο για γλώσσα.


Βασανιστήριο στα νιάτα του η ακμή·
απαίσια κατάστικτο το πρόσωπό του.
Τώρα που βρίσκεται στην παρακμή του,
με νοσταλγία θυμάται την ακμή του.


Είχε αγωνία· ρώτησε:»Πώς γίνεται άνθρω-
πος κανείς;»
«Προσφέροντας» του απάντησαν.
Δεν είχε άλλο απ’ το παντελόνι του· το πρό-
σφερε και έγινε γελοίος.


_Τι κάνεις; Πώς τα πας;
-Πώς να τα πάω; Τι να κάνω; Ό, τι μπο-
ρω· πεθαίνω.
-Όλοι τα ίδιο κάνουμε· μόνον αυτό μπο-
ρούμε.
-Χάρηκα που σε είδα· μη χαθούμε…
-Ναι, μη χαθούμε…

Θυμίζουμε και μία ανάρτηση που είχαμε κάνει στο σχολικό μας μπλογκ για το βιβλίο του «Το οριζόντιο ύψος», απ’ όπου μπορείτε να διαβάσετε ένα διήγημά του.
( http://lykeio6o.blogspot.com/2009/03/blog-post_10.html )

Και ένα βίντεο που ετοιμάσαμε πρόχειρα προσπαθώντας να τον ανταμώσουμε, μια που δεν τον επισκεφτήκαμε μέχρι προχτές.

( στο βίντεο διαβάζει ο ίδιος τα ποιήματά του)

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σκοινίον...

Ποιος είναι ο ώριμος αφηγητής του διηγήματος του Αλ. Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα»; Τι άνθρωπος είναι; Ποιες αξίες, ποιες αρχές, ποια όνειρα, ποιοι πόθοι και ποιες ματαιώσεις κυβερνάνε την ψυχή του;
Αυτό ήταν το θέμα της εργασίας σας και είπαμε πως θα συμπληρώσουμε κάποια στοιχεία από την ανάλυση του Νικήτα Παρίση, όπως τη διαβάζουμε στο βιβλίο «Αλ. Παπαδιαμάντης – τρία διηγήματα». Για να δούμε, λοιπόν, πώς βλέπει το στριμωγμένο στο δικηγορικό γραφείο ήρωά μας ο Παρίσης:

" O αφηγητής είναι πρόσωπο εσωτερικά διχασμένο.
Αυτός ακριβώς, ο εσωτερικς του διχασμός ακυρώνει τις αξίες του παρόντος ( παιδεία, πανεπιστημιακό πτυχίο, δικηγορία, επαγγελματική αποκατάσταση) και εξιδανικεύει μέσα του τη ζωή του παρελθόντος. Ο διχασμός του προκαλείται από την αίσθηση και το σύνδρομο του αποτυχημένου βίου, επειδή η ζωή του πήρε άλλη κατεύθυνση από αυτή που ο ίδιος επιθυμούσε. Πρακτικά ο διχασμός του εκδηλώνεται πρώτα ως ολική απαξίωση της πραγματικότητας πουτον περιβάλλει και ακολούθως ως παραμυθητική λειτουργία της μνήμης. Έτσι το «τώρα» γίνεται γκρίζο και συνιστά την αιτία της δυστυχίας του, ενώ το νοσταλγούμενο «τότε» προβάλλεται ωςο απολεσθείς παράδεισος. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο μίζερο «τώρα» και το παραδεισένιο «τότε»,εξηγεί και αιτιολογεί την έλλειψη προσαρμοστικής ικανότητας και, παράλληλα, την προσφυγή στη λυτρωτική λειτουργία της μνήμης. Με έναν τελικό και συνοψιστικό λόγο: ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο που βασανίζεται και τυραννιέται από τη βεβαιότητα και το ισχυρό σύνδρομο της αποτυχίας στη ζωή. Αυτοαμυνόμενος απέναντι στην απωθητική πραγματικότητα, απ’ την οποία δε διαβλέπει, τώρα πια, έξοδο και διέξοδο απολύτρωσης και σωτηρίας, επαναβιώνει αναδρομικά τα όσα οριστικά έχασε. Είναι, τελικά, ο αρνητής της ζώσας πραγματικότητας και ο αθεράπευτος νοσταλγός του παρελθόντος.



Τα όσα απαξιώνει ο αφηγητής και τα όσα εξιδανικευτικά προβάλλει, μέσω της μνημονικής λειτουργίας και της επαναβίωσης ενός περιστατικού, αποκαλύπτουν τη συνολική ιδεολογία της αφηγηματικής γραφής. Συγκεκριμένα, απαξιώνεται ολικά και καταγράφεται ως αποτυχία το ιδανικό του σύγχρονου ανθρώπου για την απόκτηση κοσμικής παιδείας και την επαγγελματική καταξίωση. Αντίθετα, προβάλλεται έντονα ως νοσταλγούμενος τρόπος ζωής, το αρκαδικό ιδεώδες: η αμέριμνη και ευτυχισμένη ζωή κοντά στη φύση. Παράλληλα, η αίσθηση της αποτυχίας στη ζωή, κάνει τον αφηγητή να προβάλλει, ως αναζήτηση της λύτρωσης, το μοναστικό βίο. Και στις δύο περιπτώσεις η αληθινή και η γνήσια, κατά τον αφηγητή, διάσταση της ζωής βρίσκεται ή σεμία φυγόκοσμη τάση, με στόχο την επιστροφή στη φύση, ή σε ένα είδος εφησυχασμένου αναχωρητισμού. Και τα δύο, βέβαια, συνιστούν καταστάσεις φυγής από τα εγκόσμια, όπου εξίσου δοκιμάζεται η ηθική ποιότητα ή και η αντοχή του ανθρώπου. Εξάλλου, η σύγχρονή πρακτική λογική τη φυγόκοσμη τάση, ως επιστροφή σε μια φυσική ζωή, θα τη θεωρούσε ως κάτι το ανέφικτο, το αθεράπευτα ρομαντικό ή και ουτοπικό. Το δεύτερο στοιχείο, αυτή την τάση του εφησυχασμένου αναχωρητισμού, η σύγχρονή λογική θα την αξιολογούσε ως άρνηση του κόσμου και της ζωής. "


Ποια άλλα στοιχεία θεωρείτε αξιοσημείωτα;

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Γαλήνια αφήγηση μιας ταραγμένης ζωής

Καθόλου δε μας ενοχλεί, φαντάζομαι, όσο προετοιμάζουμε το τεστ για τον Παπαδιαμάντη, να διαβάζουμε και κανένα βιβλιαράκι.
Φέτος, λοιπόν, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφόρησε το «Εις γην Χαναάν», του ιρλανδού Σεμπάστιαν Μπάρυ, σε μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ. Εκεί:


Στα 89 της η κ. Μπιρ χάνει τον εγγονό της που τον έχει μεγαλώσει μόνη της στη ζωή σαν παιδί της. «Πάει ο Μπιλ μου» είναι η πρώτη φράση του βιβλίου. Και ο Μπιλ είναι ο τελευταίος κύκλος των απωλειών, των τραγικών απωλειών που είχε η κ. Μπιρ στην πολυκύμαντη ζωή της. Η ιρλανδέζα κ. Μπιρ, που ο εμφύλιος σπαραγμός την ξερρίζωσε βίαια απ’ την οικογένεια και την πατρίδα της και την έστειλε να ζήσει στην Αμερική το υπόλοιπο της ζωής της, χωρίς κι εκεί, όμως, να βρει τη γαλήνη της.


Είναι καλοκαίρι, αλλά η κ. Μπιρ κρυώνει. Κρυώνει «παρότι η ζεστασιά του πρωτοκαλόκαιρου είναι επαρκής. Κρυώνω γιατί δεν μπορώ να βρω την καρδιά μου»( σελ. 22). Και γιατί έχει απωλέσει «δια παντός την ασφάλεια της αγάπης» (σ. 64).
Και θα την αναζητήσει μέσα από την αφήγηση। Επιχειρώντας να βυθιστεί στη μνήμη και να καταγράψει τη θυελλώδη ιστορία της ζωής της. Να την καταγράψει και, τελειώνοντας, γαλήνια να δώσει τέλος στη ζωή της.


Δεκαεπτά μέρες γράφει. Τα κεφάλαια του βιβλίου χωρίζονται με τίτλους «1η μέρα χωρίς τον Μπιλ», «2η μέρα χωρίς τον Μπιλ» κοκ, εναλλάσσοντας σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση την εξιστόρηση του παρόντος και του παρελθόντος της κ. Μπιρ.
Μια ζωή φυλλαράκι στον άνεμο της Ιστορίας, ριγμένη από 'δω κι από ΄κει, κυνηγημένη από εμφύλια μίση, πολέμους, ανθρώπινα λάθη και αδυναμίες. Μια αδύναμη ζωή που συντρίβεται από τεράστιες, άλογες δυνάμεις και που όμως κάθε φορά στέκεται στα αδύναμα πόδια της, αναδεικνύοντας τη δύναμη της ομορφιάς της ψυχής, της ζωής, των μικρών πραγμάτων.
Αυτό το πέρασμα απ’ τη ζωή, αυτή η τραγική κι απίστευτη – κι όμως τόσο πραγματική – πορεία στη ζωή, δίνεται με μια λεπτή κι ευαίσθητη γραφή, που είναι κι απ’ τις μεγαλύτερες αρετές του βιβλίου। Μια γραφή που κλείνει τεράστια εσωτερική ένταση, διεισδυτικότητα και οξεία παρατηρητικότητα. Μια γραφή που τυλίγει τον κόσμο, τα πρόσωπα και τα γεγονότα με την αχλύ της τρυφερότητας και της ζεστασιάς. Και που διαμορφώνει μιαν αναγνωστική ατμόσφαιρα ιδιαίτερη, χαμηλών τόνων, γεμάτη πνιχτές κραυγές και ψιθύρους.


Παρόλο που το κάθε απόσπασμα έχει ανάγκη την αγκαλιά του υπόλοιπου σώματος του κειμένου όπου ανήκε για απελευθερώσει τα αρώματά του, υποκύπτω στον πειρασμό να αντιγράψω 2-3 αποσπάσματα:


« Τα βράδια στο κρεβάτι, πασχίζοντας να κοιμηθώ, έκανα ό,τι χειρότερο μπορούσα: έπαιζα στο μυαλό μου τις παλιές μπομπίνες της κοινής μας ζωής. Ταινίες απλοϊκές, αδιάφορες σ’ όποιον άλλο. Το ιδιωτικό σινεμά καθενός. Τα πρώτα του βήματα, που τα πρόλαβα την τελευταία στιγμή, μόνο και μόνο επειδή η Μαρτία Σκοπέλο, που τον κοιτούσε, ούρλιαξε μες στη μέση της οδού Ουάσονγκτον να γυρίσω να τον δω. Η πρώτη του λέξη – «Μπαμπάκα», αν έχεις το Θεό σου. Η πρώτη του μέρα στο γυμνάσιο, με κείνο το μπλε κοντό παντελονάκι. Ανοησίες, μα η πιο βαθιά, η πιο σημαντική ποίηση της ζωής μου» ( σελ. 202)

«Όσο μεγάλωνε ο Εντ, καθόμουν όλο και πιο μακριά του στους αμμόλοφους, ώστε να απολαμβάνει την καινούργια του μοναχικότητα, την ψεύτικη μοναξιά της παιδικής ηλικίας, την τόσο χορταστική και μεθυστική» ( σελ. 183)


« Πρέπει ν α 'μεινα με τη Μαρία τρία χρόνια, κι όταν ανέλαβα κάπως μετά τον πρώτο μήνα, έπιασα δουλειά μαζί της στη μεγάλη αγορά φρούτων έξω απ’ την πόλη, όπου οι προκομμένες κι επινοητικές γυναίκες είχαν κι ένα παιδικό σταθμό για τα μωρά. Είχε ένα σωρό μωρά, Ιταλάκια, κι έναν μικροσκοπικό Ιρλανδό – ή ό,τι άλλο ήταν ο Εντ.
Ήμουν ο κόσμος όλος για τον Εντ, κι ούτε που το 'ξερα।Υπήρχε ένα καρουζέλ που λάτρευε, σ’ έναν φαρδύ δρόμο με θεόρατα δέντρα που είχαν το αεράκι ζωντανό στις φυλλωσιές του σαν σμήνος πουλιών. Οι χαμηλές στέγες της πόλης μ’ έκαναν να τη φαντάζομαι σαν ένα ολοκαίνουργιο Δουβλίνο. Τόσα πανύψηλα κτήρια στημένα ολόγυρα, κι εγώ με τον Εντ ανάμεσά τους, στον μισο- ασυναίσθητο παράδεισο της παιδικής του ηλικίας. Μισο-ασυναίσθητος και για μένα την ίδια, διότι το μυαλό μου απασχολούσαν συχνά άλλες σκέψεις και μισο-ασυναίσθητος γι’ αυτόν, διότι έμοιαζε να 'χε ξεχάσει το μεγαλύτερο κομμάτι του όταν μεγάλωσε. «Θυμάσαι, Εντ, πώς σ’ άρεσε να κατρακυλάς σ’ εκείνο τον κήπο τον κατηφορικό;» «Όχι, μαμά, δεν το θυμάμαι». «Μα ήμασταν εκεί κάθε Κυριακή», Εντ, ανεξαιρέτως. Σαν τρελός έκανες μ’ εκείνη την κατηφόρα». «Όλο και κάτι θα’χω συγκρατήσει, μαμά». Το χέρι εκείνο στο δικό μου, το τόσο ευάλωτο χέρι, το ευάλωτο χέρι κάθε παιδιού, κι οι δυο μας να διαβαίνουμε τους αριστοκρατικούς δημόσιους κήπους της Ουάσινγκτον. Το χέρι μου μονίμως μες στους κίτρινους λεκέδες απ’ τ’ αχλάδια και τα μήλα που τύλιγα στην υπαίθρια αγορά. Μια γυναίκα κοντά στα πενήντα· κι ένα καλοβαλμένο, κοντοκουρεμένο αγοράκι. Τα χαμόγελά μας κυρίως του ενός για τον άλλο, και κάθε άγνωστος δυνάμει δαίμονας ή αρκούδα, ώσπου ν’ αποδείξουν πως δεν ήταν. Κι έπειτα να φτάνουμε στο θρυλικό καρουζέλ και να περιμένουμε ν’ αδειάσει το αγαπημένο του αλογάκι, σ’ άλλο δεν ανέβαινε, κι έπειτα γύρω γύρω, με την τσίγκινη μουσική να υψώνεται ίσαμε τα ξερά δέντρα, κι όταν ο χειριστής του καρουζέλ έβγαζε τη μάρκα, που 'χε τη μορφή κρίκου, όλα τα παιδάκια να πασχίζουν μανιασμένα να την πετύχουν με τα ειδικά ραβδιά, το πρόσωπο του Εντ το πιο φλογισμένο κι αποφασισμένο απ’ όλα. Οι λαμπρές ημέρες όταν κέρδιζε δωρεάν γύρο, ο θρίαμβος στο μουτράκι του, κι ο σκοτεινιασμένος δρόμος να σώζεται απ’ τους φανοστάτες που άναβαν, ένας-ένας, με το ηλεκτρικό κροτάλισμά τους. Το βλέπω στα όνειρά μου το καρουζέλ εκείνο, να γυρίζει ολοένα, και τον Εντ να καβαλάει τ’ αλογάκι του εις τους αιώνας των αιώνων». ( σελ. 176-177)


Ένα βιβλίο που καλώντας σε να μπεις τρυφερά στην αφήγησή του και να αφεθείς στη γαλήνια ροή της σε ξεναγεί στις βαθύτερες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής καθώς αυτή αντιπαλεύει με τους ανέμους του καιρού και της Ιστορίας.

Εσείς; Διαβάσατε, προτείνετε κάτι;

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Για τον Αναγνωστάκη


Ένα κείμενο του Ξενοφώντα Κοκόλη για το Μανόλη Αναγνωστάκη θα «διαβάσουμε» μαζί σ’αυτή την ανάρτηση, στο οποίο, όπως αναφέρει και ο τίτλος του, επιχειρείται μία «Απόπειρα ποιητικής αυτοβιογραφίας» του ποιητή.


Στο κείμενο αυτό, και αφού η ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται πολιτική ποίηση, μια ποίηση, δηλαδή, που τα συστατικά της, θεματικά και συγκινησιακά, προέρχονται κατά προτεραιότητα από το χώρο της πολιτικής συνείδησης του ποιητή, προτάσσεται το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Αναγνωστάκης το १९४१(«Ο πόλεμος»), επειδή προδιαγράφει «με καθαρότητα και επάρκεια απροσδόκητες για την ηλικία του ποιητή» αρκετά χαρακτηριστικά της ποιητικής του παραγωγής των επόμενων τριάντα χρόνων.

Ο Πόλεμος
Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια ώρα

Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέ-

χουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια

Έχει όμως κανείς τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να

πεις· απόψε λ.χ.σε τρία θέατρα πρεμιέρα.

Εγώ συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου

πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε

και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.

Στο λιμάνι, τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα

των καινούργιων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε

γραμμή.


Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε

μια τιμητική διαθεσιμότητα

«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι, (εδώ θα μπει το όνομα,

που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ। κτλ»

Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κο-

καλιασμένα περιμένανε από ώρα τον Ισπανό με τα τσιγα-

ρόχαρτα।


Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω

οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε

κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.

Οσονούπω όμως, ας τ’ ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται

και να που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.

Αύριο είναι Κυριακή।


Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη

κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει

Και ρυθμικά χτυπήσανε μια-μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες

και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές

Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι

τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές

Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυ-

σμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες

Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα. Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!


Τα χαρακτηριστικά, λοιπόν, που εντοπίζονται:
1) Η πεζολογία ( πελώριοι, άμετροι στίχοι)
2) Η πικρά ειρωνική, η σαρκαστική συμπαράταξη έντονα αντίθετων θεματικών στοιχείων ή διαθέσεων.
3) Διαλογικός τόνος, διατυπώσεις «κουβεντιαστές».
4) Αποχρώσεις φρίκης σε κάποιες περιγραφές.
5) Ακριβείς τοπογραφικές αναφορές.
6) Η αίσθηση ότι ο αγώνας δεν τελειώνει που συνοδεύεται από την προσπάθεια να συντηρηθεί το παρελθόν μέσα στην προσδοκία του μέλλοντος. ( Αλλού: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα. (…) Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα π ε ρ ι μ έ ν ω». Κι αλλού: « Κάτω από κάθε τι που σου σκεπάζει τη ζωή / Όταν όλα περάσουν / Σε περιμένω»).
Κι αργότερα, σε άλλα ποιήματα,
7) Η περιγραφή του συμβιβασμού με τις πραγματικές συνθήκες ζωής.
8) Αυτή η προσαρμογή στις ευτελείς συνθήκες της ζωής είναι που ενοχλεί τον Αναγνωστάκη, αν και γνωρίζει ότι η εμμονή στη διατήρηση των παλιών ιδεών και στη συντήρηση του νικημένου οράματος τον οδηγεί στη μόνωση. (« Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Δε θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου»). Εκεί θα συναντήσουμε και
9) την παραίνεση, τον τόνο διδαχής προς εαυτόν, «διαδικασίες που συναποτελούν τη συνειδητή προσπάθεια αντίστασης απέναντι στην προσαρμογή», αλλά και τον
10) αυτοσαρκασμό « κάθε φορά που ο ποιητής βλέπει τον εαυτό του ανάμεσα στους προσαρμοσμένους στις τωρινές συνθήκες। «Μ’ αυτή την επώδυνη στάση απέναντι στον εαυτό του», συνεχίζει ο Ξ। Κοκόλης, «ο ποιητής συντηρεί, αποτελεσματικά, φωλιές νερού μέσα στις φλόγες, όπως έχει πει, κρατάει την περασμένη του ύπαρξη σε εγρήγορση τόση, όση χρειάζεται ώστε, όταν παρουσιαστεί η ανάγκη, να μπορεί να την ανασύρει από το βυθό τής κατά συνθήκην ζωής". Και δίνει ως δείγμα πικρότατου αυτοσαρκασμού το ποίημα :


«Σωσίες», γραμμένο περίπου στα १९६१:


Τώρα που γίναμε πλούσιοι, ή βρήκαμε τον τρόπο μας που

λένε –

(Πέρασαν τόσα και τόσα για νάβρη τον τρόπο του ο καθέ-
νας )

Τώρα στο πόδι μας θα βρείτε πάντα κάποιον άλλον·

Βέβαια, τον πληρώνουμε αδρά, τον συντηρούμε, τον προσέ-
χουμε

Κι αυτές οι εγχειρήσεις κοστίζουνε πολλά, θέλουν χρόνο

Πώς να φορμάρεις ένα τυχόν ξένο πρόσωπο σαν το δικό σου

Να πάρεις δασκάλους, να διδάξεις την κάθε σου κίνηση, κάθε
λυγμό

Μα οι κατάλληλοι άνθρωποι πάντοτε βρίσκονται δεν έχουν
τίποτα να χάσουν

Αυτούς θα δείτε τώρα στα κέντρα, στις συναναστροφές, να
υπογράφουν γραμμάτια

να υποφέρουν, να χαίρονται, να σας εξαπατούν τέλος πά-
ντων

Εμείς οι ίδιοι – πρόσεξε αυτό το: εμείς οι ίδιοι – λέμε να μα-

ζευόμαστε καμιά φορά

Ορίσαμε μια –το πολύ - στα δέκα χρόνια, να λέμε τα παλιά.

Οριστικά εμείς οι ίδιοι, πήραμε όρκο να μη γίνη ζαβολιά.

Όρκο βαρύ. (Τι θες, τι τα ρωτάς. Υπάρχει πια εμπιστοσύνη;).



Όλα αυτά στην προσπάθεια να κατανοήσουμε βαθύτερα τις πηγές της ποίησης του Αναγνωστάκη, τον ιδεολογικό και ποιητικό του κόσμο, στοιχεία χρήσιμα και για την ανάλυση του ποιήματος «Στον Νίκο Ε…1949»

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Καιρός σκεπτικός. Χριστουγεννιάτικα διηγήματα. ( εκτός ύλης)

(Τώρα που είστε εκδρομή, ευκαιρία είναι να ξεφύγουμε λιγάκι από το βάρος της εξεταστέας ύλης..)



Η Ιωάννα Καρυστιάνη συγκεντρώνει εννιά αδελφάκια διηγήματα στη συλλογή «Καιρός σκεπτικός» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2011। Στη μακέτα του εξώφυλλου, που σχεδίασε ο Αντώνης Αγγελάκης, σ’ ένα γκρίζο, χιονισμένο τοπίο ένα δέντρο με λίγα γυμνά κλαδιά· στην άκρη του ενός στέκεται ένα πουλάκι।


Τα Χριστούγεννα του 2010 είναι το νήμα του χρόνου που δένει όλες τις ιστορίες· οι οποίες είναι βαθύτερα, ουσιαστικότερα δεμένες με ένα στέρεο θεματικό ιστό, έναν ιστό που τις κάνει να είναι πραγματικά χριστουγεννιάτικα διηγήματα। Όχι με αη Βασίληδες και ελαφάκια και ψώνια. Έναν ιστό ανθρώπινης ψυχής και αγάπης που υφαίνει η συγγραφέας σκύβοντας με τρυφερότητα πάνω από τους ήρωές της. Σε όλες τις ιστορίες άνθρωποι αποκλεισμένοι σε αναζήτηση διεξόδου. Αποκλεισμένοι στα στενά τους όρια, είτε αυτά είναι σπίτι («Θεριό»), είτε νησί, («Ψαρόνια»), είτε γάμος («Μπάρδο» ), είτε σύμβαση («Στα μανταλάκια»), είτε πόλη («Γέρασες, μικρέ μου», είτε κοινωνικός αποκλεισμός («Κινέτα»). Μοναξιά που δεσπόζει. Και άνθρωποι κάθε είδους, κυρίως ενήλικες, που προσπαθούν, ο καθένας με τον τρόπο του, να τη διαχειριστούν.


Χριστούγεννα του 2010, εποχή κρίσης, που όμως μένει στο περιθώριο της υπαρξιακής περιπέτειας των ηρώων. Σκοτεινά Χριστούγεννα πλαισιώνουν τις ιστορίες μας. Τα γιορτινά φώτα και τα λαμπιόνια απλώς μεγαλώνουν το γύρω σκοτάδι μετατρέποντάς το σε θλιβερό σκηνικό. Η Καρυστιάνη στο μέσα σκοτάδι εστιάζει, στα σκοτεινά χριστούγεννα των μοναχικών ψυχών. ( « Έχω παιδιά; Έχω εγγόνια; Ποιος να ’ναι, βρε Μάκη; Κι όσοι απομείνανε γύρω – γύρω, καθαρίζουν μ’ ένα ξερό τηλεφώνημα για Χρόνια Πολλά. Ενός λεπτού υπόθεση με κάνανε» (σελ. 166).
Που αποζητούν ένα άγγιγμα, που απλώνουν το χέρι, που επινοούν λύσεις ν’ ακουμπήσουν τη ζεστασιά τους, την ψευδαίσθησή τους για τις μέρες που θα ’ρθουν, που αγωνίζονται να στήσουν γέφυρες στα ερείπια πολλές φορές, για ένα μαζί. «Ναι, σήμερα νιώθει άνθρωπος. Χάιδεψε σώμα. Το άγγιγμα, το σμίξιμο, ο χτύπος μιας καρδιάς στο χέρι της. Σαν να κέρδισε κιόλας το φλουρί της βασιλόπιτας» ( σ. 101) ή « Τι να την κάνει την ελευθερία του δίχως αυτόν; Στα εξήντα οχτώ του δε διψά γι’ αυτήν, διψά για τα δεσμά της φροντίδας και της στοργής» ( σελ. 121) ή «(…) για σας, κύριε Τόλη, αυτή η τοσοδούλα φράση ολόκληρο ευαγγέλιο» ( σελ.200)


Καρποί αγάπης για τη ζωή και τους ανθρώπους, θα έλεγες πως είναι τα εννέα διηγήματα της Καρυστιάνη. Σα να βάλθηκαν τα ίδια να κάνουν παρέα στους ήρωές τους. Και αντίδωρο σε έναν τόπο που πολύ αγαπήθηκε και που τώρα υποφέρει. Απλωμένες οι ιστορίες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, Τήνο, Κρήτη, Τρίκαλα, δυτική Μακεδονία, Πεντέλη, Κατερίνη, Πειραιά, Κινέτα, ένα μωσαϊκό ανθρώπων με κοινό παρονομαστή τη μοναξιά και την ανάγκη επαφής, ζωή κανονική, χωρίς περιτύλιγμα, χωρίς βερνίκι και ψεύτισμα, ζωή πίσω από τα φώτα.
Άνθρωποι που τρίβονται στη ζωή κι απ’ τη ζωή, που πορεύονται μέσα από τις απώλειες, που αγωνίζονται για το λίγο που τους αναλογεί, άνθρωποι άνθρωποι και λιγότερο χαρακτήρες λογοτεχνικοί।


Κι αυτός ο κόσμος πλάθεται με μια γλώσσα πλούσια, γεμάτη χυμούς, μια γλώσσα με μνήμη που επιμένει και που ονομάζει τα αντικείμενα, που δίνει υπόσταση και στα πιο ταπεινά, κοφτή και κοφτερή, ευλύγιστη κι ολοζώντανη.

Κάπως έτσι «διαβάζω» και το εξώφυλλο: Ένα μικρό, ανυπεράσπιστο πουλάκι στην άκρη ενός γυμνού κλαδιού, στην άκρη του γκρίζου, χιονισμένου τοπίου. Η Καρυστιάνη έχω την εντύπωση πως εφάρμοσε αυτό που η Κική Δημουλά λέει για το ποίημα: ««...Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα...»


Η Καρυστιάνη φτιάχνει το δέντρο μπορώντας να αφουγκραστεί στην έρημο τις ομιλούσες ψυχές των ανθρώπων. Και δεν είναι εύκολο αυτό. Θέλει μεγάλη ευαισθησία, πολλή αγάπη και επίμονη προσήλωση στο ουσιώδες – πράγματα σπάνια πια στον καιρό της κρίσης. Και δίνοντάς τους λόγο, μας προτρέπει να τις ακούσουμε κι εμείς, καθώς μας ψιθυρίζουν τη φράση του Εμπειρίκου: «Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου»


Στο διαδίκτυο βρήκαμε αυτό το βίντεο του वंग्लौक της κινηματογραφικής λέσχης Άνδρου: