« Από πολύ νεαρόν τα ρέοντα από επεισόδιο σε επεισόδιο
συμβατικά πεζογραφήματα σου προκαλούσαν βαριά ανία.
Τα θεωρείς ως το πιο ανάξιο γράψιμο που υπάρχει,
χαρακτηριστικό των συγγραφέων που βρίσκονται
από τη μέση και κάτω. Ένα πράγμα μόνο μπορεί να τα σώσει
στα μάτια σου· αν έχουν προσωπικό ύφος. Αλλά είναι τόσο εύκολο
ένας τέτοιος ευθύγραμμος συγγραφέας να έχει δυνατή προσωπικότητα;
(…) Ήθελες να βρεις μια πολύπτυχη φόρμα , που να καλύπτει
ταυτόχρονα και τη φαντασία σου και τις μνήμες σου
και την επιστημοσύνη σου και την παρατηρητικότητά σου
και τους συνειρμούς σου και την ποιητική σου και τη διάθεσή σου
για εξομολόγηση και συντριβή ενώπιον των άλλων,
αλλά και αυτούς τους άλλους ως σκηνικό, ως περιβάλλον,
ως πρόσωπα, ως ομορφιές. Ήθελες φόρμα που να διευκολύνει
τη σύζευξη των πάντων.(…) Γι’ αυτό σκεφτόσουν ένα είδος πεζού,
κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο, που θα εξυπηρετούσε
την ποιητική σου, χωρίς να αναφέρεται ρητά σ’ αυτήν».
«Εκεί επάνω [στα Τρίκαλα], κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη του 1961 έγραψες τα πρώτα πεζά σου. (…) Και ήταν από την αρχή τέλεια (…)
Έβλεπες, ένιωθες με όλους σου τους πόρους ότι
είχες βρει το δρόμο σου. Ένιωθες μια γαλήνη, μια σιγουριά,
μια συγκρατημένη μα σταθερή διάθεση να ξαναπείς τα πράγματα
με το νέο τρόπο σου, που ήταν ολότελα δικός σου.
Για πρώτη φορά ένιωθες σε τέτοιο βαθμό, αυτό που διάβαζες
να λένε οι άλλοι, ξένοι ιδίως. Το ξαλάφρωμα, τη λύτρωση,
από το γράψιμο της λογοτεχνίας. Και μπορείς να πεις ότι αυτό
το αίσθημα της γαλήνης, της σιγουριάς και της αρμονίας
δε σ’ εγκατέλειψε από τότε. Βέβαια, και από τον καιρό της ποίησης
ένιωθες εναρμονισμένος, αλλά τώρα ήταν άλλο πράγμα.
Ήταν θεραπεία ως εκ θαύματος , συμφωνία εν ριπή οφθαλμού
εκατοντάδων αντιθέσεων που σε καταξέσκιζαν.
Κάτι σαν δημόσια εξομολόγηση, όπου όμως έχεις όχι μόνο τη συγγνώμη,
αλλά και την αγάπη των άλλων, και τη μέχρι
παροξυσμού αγάπη ορισμένων. Για σένα «η αποκάλυψη του θεού»,
όπως μας την παραδίνουν οι μεγάλοι μυστικοί συγγραφείς,
ήταν το γράψιμο αυτών των πεζογραφημάτων.
(…) Ο τύπος των πεζογραφημάτων, που είχες εγκαινιάσει,
τα χωρούσε όλα, όσα είχες να πεις και όσα καινούρια ένιωθες".
Τώρα, Νίνα, ξέρουμε κάτι περισσότερο για τους λόγους
που έγραφε τα αφηγήματά του έτσι, τι λες;